Οι φόβοι για μετακύλιση της οικονομικής κρίσης στο κοινωνικό ή και αντικοινωνικό πεδίο είναι βάσιμοι. Θα επιχειρήσω να προσεγγίσω τρία (από τα πολλά) ενδεχόμενα εν-τάσεων:
Θρίαμβος. Θα (μας αφήσουν να) πεθάνουμε μέσα σε συνθήκες συναισθηματικής, επαγγελματικής και κοινωνικής πτώχευσης αλλά θα κρατάμε στα χέρια μας το δικαίωμα να ταξιδέψουμε στις ΗΠΑ χωρίς βίζα και την ασφάλεια της αναγνώρισης από τους Ευρωπαίους του δικαιώματος να (συν;)υπάρχουμε.
Αφού μπήκαμε -εκόντες άκοντες- στον ρυθμό της εξέτασης των κακώς κειμένων της νομοθεσίας, των «πονηρών κενών» της εξουσίας και της διαφθοράς των αξιωματούχων, καλό θα ήταν να συγκροτηθεί μια διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή για να μελετήσει σε βάθος τα όσα έχουν συμβεί μέσα στα ελληνικά πανεπιστήμια. Αλλωστε, η Παιδεία και το εκπαιδευτικό σύστημα συνιστούν, μαζί με την Οικονομία και την Ασφάλεια, τους βασικούς πυλώνες της Δημοκρατίας μας.
Η Εγκληματολογία είναι το κατ' εξοχήν πεδίο οριακής σύγκρουσης των ψυχικών δυνάμεων και δυνατοτήτων της ελεύθερης ανθρώπινης ύπαρξης με τις καταπιεστικές κοινωνικές δομές, αξίες και λειτουργίες. Το ζητούμενο στην Εγκληματολογία είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που επώδυνα αναζητεί τα όρια του εαυτού του και που πολλές φορές τα υπερβαίνει μέσα από ενέργειες ετερο-επιθετικότητας ή αυτοκαταστροφής.
Δεν μπορούμε πλέον να ελέγξουμε ούτε τον κοινωνικό μας θάνατο. Οι προσδοκίες των φτωχών τιμωρούνται με ποινική καταστολή (με την κατηγορία των απροσάρμοστων, των άχρηστων, των ανήθικων). Οι αποτυχίες της (μικρο)μεσαίας τάξης εκλαμβάνονται «ως θέλημα Θεού» (λόγω -ίσως- της μη δυνατότητας να χωρέσουμε όλοι στον επίγειο ή και επουράνιο Παράδεισο). Μόνο λίγοι είναι οι εκλεκτοί και γι' αυτό η σωτηρία (δηλαδή της εργασιακής μας επιβίωσης και όχι βέβαια της ψυχής μας) περνάει αποκλειστικά από τα χέρια τους.
Οποιο κι αν είναι το μέγεθος και το βάθος της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, όσο κι αν ευθύνεται ο δικομματισμός (διά πράξεων) και η Αριστερά (διά παραλείψεων) νομίζω πως αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να μπούμε σε μια λογική «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών του παρελθόντος».
Επειδή δεν φταίει κάποιος, κάπου, κάποτε, αλλά όλη αυτή η γενιά (με διαφορετικό βέβαια βαθμό ευθύνης), νομίζω ότι πρέπει να σταματήσουμε το θανάσιμο αυτό παιχνίδι αλληλοεξόντωσης εδώ και τώρα, να αποχωρήσουμε όλοι μαζί και ν' αφήσουμε στη γενιά των τριαντάρηδων την τύχη της χώρας μας.
Αρνούμενοι όμως στους άλλους το δικαίωμα να υπάρχουν αποδεχόμαστε -εκτός των άλλων- και τους κινδύνους κάποιοι άλλοι να μη θέλουν να υπάρχουμε (ούτε) εμείς (πολιτικά, οικονομικά ή και εθνικά). Η ταυτότητα των ανθρώπων δεν μπορεί να συγκροτηθεί με τις «απαρνήσεις του παρελθόντος τους». Η ιστορικότητα και η προοπτική πρέπει να συνυπάρχουν. Το τότε, το τώρα και το αύριο δομούν από κοινού την πολιτισμική ταυτότητα ατόμων και εθνών.
Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι χωρίς πατρίδα, σταθερές αξίες, κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη και δίχως σεβασμό στις ελευθερίες και τα δικαιώματα όλων, ούτε δημοκρατικό μέλλον μάς περιμένει, ούτε νέους φίλους θα βρούμε, ούτε το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο imperium θα εκτιμήσει την εθελοδουλεία μας.
Εχουμε αναπτύξει στην Ελλάδα ιδιότυπους φοβικούς/αμυντικούς μηχανισμούς, τους οποίους θέλουμε να παρουσιάζουμε ως «μαγκιά». Ανασφαλείς και μετέωροι για το «ποιοι είμαστε» και «προς τα πού πάμε», αυτ/αρεσκόμαστε στο να επιχειρούμε να δικαιώσουμε τις όποιες μισο-αλήθειες μας επιτιθέμενοι στους άλλους. Συμπλέγματα ευρω-φοβίας σε αγαστή συνύπαρξη με μύθους ανωτερότητας προκαλούν ένα κωμικοτραγικό αλαλούμ συμπεριφορών.
Οι ηθικές πεποιθήσεις και αρχές των πολιτικών, οι σχέσεις διαπλοκής και πολιτικής, οι συγκαλύψεις από πρόσωπα «υπεράνω υποψίας» αυξάνουν το δημόσιο ενδιαφέρον ν' ασχολείται με το έγκλημα [ιδίως τα απολύτως πρωτοφανή και ανεξήγητα] και το δημόσιο αίσθημα ν' αναζητεί τις «υπόγειες» συνθήκες και περιστάσεις.
Εάν η εγκληματικότητα ως κοινωνικό φαινόμενο «προσαρμόζεται» στις συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές) κάθε εποχής, τότε και η διαχείρισή της, δηλαδή η Αντεγκληματική Πολιτική, πρέπει να εκσυγχρονιστεί για να μπορεί ν' αντεπεξέλθει στις νέες μορφές εγκλημάτων.
Σιγά τα ωά, σιγά τα πτυχία, σιγά τη γνώση, που πιστοποιήθηκαν με τις χιλιάδες αιτήσεις. Απλώς παλαιότερα φακελώνονταν τα φρονήματα και τώρα καταρτίζονται λίστες για τους φρόνιμους.
Οι «ναι-μεν-αλλάδες» Ελληνες πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν ζούμε μόνοι, γι' αυτό η πολιτικά και κοινωνικά νομιμοποιημένη αλληλεπίδραση (από τα παιδιά μας που δεν είναι «άλλοι») και από τους γύρω μας λαούς (που δεν «Αλλοι») είναι η μοναδική εγγύηση ειρηνικής συμβίωσης (γενεών και κρατών). Ολα τα υπόλοιπα αποτελούν αυτοβαυκαλιστικές υπεκφυγές από την πραγματικότητα.
Ενας νους, πριν γίνει αριστερόστροφος ή δεξιόστροφος πρέπει να είναι κοινός, δηλαδή να συν-κοινωνεί με τη λογική, να εκφράζεται με ειλικρίνεια και να κατανοείται από τους άλλους. Στο ζήτημα του πανεπιστημιακού ασύλου διαπιστώνουμε μια εσκεμμένη ασάφεια στους λόγους πολιτικών και ακαδημαϊκών και μια βολική αφασία στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ.
Ο συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός, διαιτητικός, διαμεσολαβητικός ρόλος της Αστυνομίας, ο οποίος θα καθιστούσε μακροπρόθεσμα «περιττούς» τους μηχανισμούς ποινικού ελέγχου και ποινικής καταστολής και θα κινητοποιούσε αυτορρυθμιζόμενους κοινοτικούς θεσμούς, παραμένει όραμα, ακόμα και στη «σοσιαλιστική Ελλάδα» με τους «αντικρατιστές», «αναρχοαυτόνομους» υπουργούς.
Δεν έχω ακόμα αντιληφθεί γιατί θυμώνουν οι βαθυπασόκοι με τον τρόπο που οι ρηχοπασόκοι χειρίζονται το θέμα της πρόσληψης γενικών/ειδικών γραμματέων.
Δεν σκεφτόμαστε μήπως ανοίγοντας «τον ασκό του μίσους» μπορεί κάποτε να βρεθούμε κι εμείς «απροστάτευτοι» μπροστά σε ισχυρότερους εχθρούς που τους «ενοχλούμε» (ιστορικά ή γεωπολιτικά);
Δεν είναι θέμα διαφάνειας να γνωρίζουμε εάν όσοι κατέχουν δημόσιο αξίωμα ανήκουν σε Στοές, κατέχουν τίτλους ευγενείας ή χρηματοδοτούνται από «άδηλους πόρους»; Αυτά δεν θα τα βρούμε σε ηλεκτρονικές αιτήσεις γι' αυτό οφείλουν να μας τα δηλώσουν οι ίδιοι ή όσοι τους καλύπτουν (άλλωστε μυστικά προσωπικά δεδομένα και διαβουλευτική Δημοκρατία δεν συμβιβάζονται).
Εντιμοι και λαμόγια, πολυθεσίτες και αφοσιωμένοι στην αποκλειστική τους δουλειά, offshor-ίτες και παλιομοδίτες εξισούνται (ως ισάξιοι;) ενώπιον του (φορολογικού) νόμου.
Πριν από τη χάραξη αντεγκληματικής πολιτικής πρέπει να συμφωνήσουμε ως πολιτεία και ως κοινωνία για το ποια ακριβώς είναι τα όρια της ελευθερίας της Δημοκρατίας. Τα «εκτός ορίων» παιχνίδια μάς γυρνάνε στη βαρβαρότητα (ακόμα κι αν τα προτείνουν «αριστεροί»).
Καταστρέψαμε τη χώρα με πρωτοστατούντες τους πολιτικούς και παρακοιμώμενους. Καταστρέψαμε την έννοια της πολιτικής με συμπαιγνία διαπλοκής και πελατειακής κοινωνίας. Καλά θα 'ναι να μην καταστρέψουμε και τις λέξεις, δηλαδή το περιεχόμενο των όρων.
Οι αριθμοί της εγκληματικότητας μπορεί να αυξομειώνονται με βάση εξωτερικά γεγονότα, αλλά πάντοτε θα ελέγχονται. Οι εσωτερικές αξίες, όμως, μιας κοινωνίας, αν κινούνται άναρχα και άνομα, πάντοτε θα εκρήγνυνται απροειδοποίητα και ανεξέλεγκτα. Αυτή την αλήθεια ποιος θα τη διδάξει σε μικρούς και μεγάλους;
Πρέπει να συνδέσουμε το δικαίωμα στην ασφαλή πόλη με την οικολογία του εγκλήματος.
Για να να διαμορφωθεί συλλογικό όνειρο και για να μην παγιδευτούμε όλοι σ' ένα αδιέξοδο παιχνίδι πολιτικού σισυφισμού, πρέπει από την πρώτη στιγμή ν' αποκτήσουμε (και όχι απλώς να θυμίσουμε) την κοινωνική λογοδοσία, τον δημοκρατικό έλεγχο, τη θεσμική διαφάνεια, τη χρηστή διοίκηση, την ισονομία, την ισοπολιτεία, την ισηγορία.