Καθηγητής Γιάννης Πανούσης






Ενεργοποιήστε την Javascript για να συνεχίσετε!

Εθνικό παράδειγμα



Άρθρο στο περιοδικό "Ομπρέλα", τεύχος / Ιούνιος-Αύγουστος 2007

Ο Γιάννης Ντεγιάννης έγραψε τη δική του ιστορία (ως άνθρωπος, ως διανοούμενος, ως δικαστής) και τον κατέγραψε η (μεγάλη) Ιστορία (ως εθνικό δικαστή).

Στο κείμενο αυτό θ' ασχοληθούμε ειδικά με τη δίκη της Χούντας, όπως την περιγράφει ο ίδιος ο Γιάννης Ντεγιάννης [1].

Πρόεδρος του Εφετείου Αθηνών ο Γ. Ντεγιάννης δίκασε τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος της 21 ης Απριλίου (αυτούς δηλαδή που διεκήρυσσαν ότι είχαν εφαρμόσει «το δημοκρατικότερο πολίτευμα από εκείνο του Περικλέους» [2]) για εσχάτη προδοσία και στάση [3].

Με βάση το άρθρο 134 Π.Κ. το οποίο προστατεύει το δημοκρατικό πολίτευμα του Κράτους [4] από τους σφετεριστές της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτήν [5], το Εφετείο κλήθηκε να αξιολογήσει - και να τιμωρήσει - πράξεις προδοσίας της ιεράς υποχρέωσης πίστης στη δημοκρατία.

Η βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος (στην οποία συνέβαλε και η αμφιθυμία του - τότε - βασιλέως Κωνσταντίνου [6]), ούτε μπορούσε αναδρομικά να δικαιολογηθεί [7], ούτε παρήγαγε κάποια ιδεολογία, με την οποία συμφωνούσε ο ελληνικός λαός [8].

Ανεξάρτητα από τον προβληματισμό για το αν το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας ήταν διαρκές ή στιγμιαίο [9] και το γεγονός ότι τελικά η Πολιτεία έλαβε την οριστική απόφαση για την τιμωρία των πρωταιτίων (δια της απονομής χάριτος [10]), οι πρωταίτιοι - αυτουργοί που «ενεπνεύσθησαν την εγκαθίδρυσιν του καθεστώτος» [11] δεν «γεύτηκαν την αγωνία του μελλοθάνατου» γι' αυτό και έμειναν αμετακίνητοι «στις θέσεις τους» και στα «πιστεύω τους» [12].

Η συμβολή του Προεδρεύοντος στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών Γ. Ντεγιάννη στη δυσχερή δικονομική διαχείριση της υπόθεσης [13], στην αναζήτηση της αλήθειας και στην απονομή δικαιοσύνης και όχι εκδίκησης ήταν σημαντική. Μπορεί η απόφαση του δικαστηρίου «ποινή θανάτου» να μην εκτελέστηκε και το παρακράτος να μην διελύθη αυτομάτως [14], μπορεί οι προσκυνητές της Χούντας [15] να μην τιμωρήθηκαν, όμως η άψογη τήρηση της διαδικασίας σφράγισε μ' εμπιστοσύνη το αποτέλεσμα και ξαναφίλιωσε το λαό με τη δικαιοσύνη [16].

Και σ' αυτό το σημείο η προσωπικότητα, η νηφαλιότητα, η νομομάθεια και η θυμοσοφία του Γ. Ντεγιάννη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.

Ο εθνικός δικαστής δεν παρασύρθηκε σε υποκειμενισμούς ή σε γενικεύσεις και κυρίως δεν υπέκυψε στο «σύνδρομο του Πιλάτου», δηλαδή σε δίκοπη αναποφασιστικότητα. Κοίταξε κατάματα τα πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο [17] χωρίς φόβο (από ενδεχόμενες αντεκδικήσεις «των σταγονιδίων») [18] και χωρίς πάθος (για τους απαθείς μπροστά στα εγκλήματά τους πρωταίτιους) και κατόρθωσε να πετύχει την εκ νέου δημοκρατική νομιμοποίηση των δικαστών (πολλοί από τους οποίους είχαν «υπηρετήσει» τη δικτατορία) [19].

Κι αυτή η συμβολή του Γ. Ντεγιάννη είναι τόσο σημαντική για τους θεσμούς της Δημοκρατίας, τη λαϊκή κυριαρχία αλλά και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης όσο και η απόφαση 118/1975 του Εφετείου Αθηνών που επεσήμανε ότι «η Δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη» [20]. Διότι ουδέποτε καταλύονται οι αξίες και οι αρχές όταν τις υπηρετούν άνθρωποι και δικαστές όπως ο Γιάννης Ντεγιάννης.

[1] Βλ. Γ. Ντεγιάννη, Η Δίκη, εκδ. «Γνώση», Μαρτυρίες 13, Αθήνα 1990

[2] Βλ. πρόλογο Ν. Κακαουνάκη, 2650 μερόνυχτα συνωμοσίας, τ. Α', β΄ έκδοση Παπαζήσης 1976, σ. 5 - βλ. και Ν. Μακαρέζου, Πως οδηγηθήκαμε στην 21 η Απριλίου 1967, Πελασγός, 2005, σ. 365 επ.

[3] Βλ. Γ. Ντεγιάννη, οπ. π., σ. 19

[4] Βλ. Δ. Σπινέλλη, Η εσχάτη προδοσία, Ποινικά - 3, Α. Σάκκουλας, Αθήνα 1979, σ. 12 επ.

[5] οπ. π., σ. 14 - βλ. και Α.Π. 683/1975 (ολομέλεια), Ποινικά Χρονικά ΚΕ' (1975), σ. 414

[6] Βλ. Γ. Ντεγιάννη, οπ. π., σ. 90

[7] Βλ. Δ. Σπινέλλη, οπ. π., σ. 36

[8] Βλ. Γ. Ντεγιάννη, οπ. π., σ. 114, 145 - βλ. και Δ. Σπινέλλη, οπ. π., σ. 51

[9] Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Η διάρκεια της εσχάτης προδοσίας, Ποινικά Χρονικά ΚΕ' (1975), σ. 521 - Δ. Σπινέλλη, οπ. π., σ. 45 επ. - Αρ. 684/1975 (ολομέλεια), Ποινικά Χρονικά ΚΕ' (1975) σ. 422 επ. (πρόταση εισαγγελέως Α.Π. Ε. Μπλέτσα)

[10] Βλ. Γ. Ντεγιάννη, οπ. π., σ. 199 - βλ. και Α. Ψαρούδα-Μπενάκη, Η εσχάτη προδοσία και το Δ' Ψήφισμα 15/1/1975, Ποινικά Χρονικά ΚΕ' (1975), σ. 524

[11] Βλ. αρ. 414/1975 Εφετείου Αθηνών, Ποινικά Χρονικά ΚΕ' (1975), σ. 325

[12] Βλ. Γ. Ντεγιάννη, οπ. π., σ. 199 - βλ. και Ν. Μακαρέζου, οπ. π., σ. 584 - βλ. σχετικά Γ.Θ. Κρεμμυδά , Οι άνθρωποι της Χούντας μετά τη Δικτατορία, Εξάντας 1984, σ. 10 επ.

[13] Βλ. δήλωση Στ. Παττακού ότι είναι «παρών απών» σε Γ. Θ. Κρεμμυδά, οπ. π., σ. 84

[14] Βλ. Ανδρέα Λεντάκη, Το παρακράτος και η 21 η Απριλίου, Προσκήνιο, Αθήνα 2000

[15] Βλ. Μ. Χάρη,Χούντα αγάπη μου, Αλήθεια, Αθήνα 2002, σ. 9 επ.

[16] Βλ. Γ. Ντεγιάννη, οπ. π. σ. 207-208

[17] Βλ. απόφαση Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών 477/1975

[18] Εξ ου και οι «ομοιότητες» με τους Αν. Πολυζωίδη και Γ. Τερτσέτη

[19] Βλ. Γ. Ντεγιάννη, οπ. π. σ. 208 - βλ. και Γ. Θ. Κρεμμυδά, οπ. π., σ. 22

[21] Βλ. Ποινικά Χρονικά ΚΕ' (1975), σ. 141 - βλ. και Δ' Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α΄ 6/18-1-1975)