«Το δρόμο
πρέπει να βρούμε το δρόμο
κάθε στιγμή
να ξαναβρίσκουμε το δρόμο [...]
Κι εμείς
μ' όλες μας τις αδυναμίες:
η μόνη ελπίδα σωτηρίας».
ΤΙΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ, Κ'εσύ...
Ώρες ώρες αναρωτιέμαι «ποιας χώρας πολίτης είμαι»; Ποιας κοινωνίας μέλος; Ποιοι είναι οι «δικοί μου» και ποιοι οι «αλλόδημοι»; Ποιος με κυβερνάει και από ποιον να ζητήσω ευθύνες; Οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ, τα διάφορα κέντρα εξουσίας, με έκδηλη απορία, έκπληξη, ίσως και περιφρόνηση, μου απαντούν πως ανήκω α ένα «παγκόσμιο χωριό», σε μια παγκόσμια κοινωνία, η οποία περιέχει όλες τις κοινωνίες και κοινότητες που μέχρι σήμερα ήξερα.
Και πως σ' αυτό το παγκόσμιο χωριό μπορεί εγώ να 'μαι περιπλανώμενος χωρικός, αλλά ο φεουδάρχων δεν είναι ορατός, δεν έχει σάρκα και οστά, είναι virtual.
Έτσι, ανεπαισθήτως, βρέθηκα υπήκοος «δικτύων», οπτικών ινών, χειριστών mega-συστημάτων.
Κι ας μην υπέγραψα ποτέ μαζί τους «κοινωνικό συμβόλαιο», κι ας μην έχω βρει διαδικασίες ελέγχου της χρήσης και των χρηστών, κι ας μην αποδέχομαι την ιδεολογία και την ηθική τους.
Πάνε, πέρασαν οι θεσμοί, αποδιοργανώθηκαν οι παραδοσιακές δομές της κοινωνίας, διαβρώθηκαν οι αξίες, υπονομεύτηκε η συνοχή. Παγκόσμια αγορά, τεχνοπόλεμος, ανταγωνισμός, απελευθέρωση, ιδιωτικοποίηση. Κι όλα αυτά χωρίς -ή με λίγη- δημοκρατία και με έμφαση στην εμπορευματοποίηση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας.
Πόσο ξένα αντηχούν ετούτα σ' έναν Έλληνα, γέννημα-θρέμμα της σύγχρονης ιστορίας μας, των δραμάτων και των θαυμάτων της.
Εγώ, ο Έλληνας, που αρνήθηκα βασιλιάδες και δικτάτορες, που αμφισβήτησα δεξιούς, αριστερούς και σοσιαλιστές, που πολέμησα για λευτεριά και δικαιοσύνη, νιώθω να εξουσιάζομαι από διευθυντές διοικητικών συμβουλίων, προέδρους ιδρυμάτων, συζύγους επιχειρηματιών, top managers, «black» τεχνολόγους του πλούτου και flat γραφειοκράτες της ανισότητας.
Αυτοί (νομίζουν ότι) έγιναν «μοντέρνοι» επειδή αποκήρυξαν το παλιό κι εγώ κρατάω καλά φυλαγμένες τις κουβέντες των παλιών πιστών συντρόφων. Με αρνούνται και τους αρνούμαι.
Αρνούμαι να γίνω συνέταιρος/συνένοχος σε μια Εξουσία που δέχτηκε να προσληφθεί υπηρέτρια της αγοράς.
Αρνούμαι τα κοινωνικά μοντέλα που τα παράγουν οι επενδύσεις και όχι οι επαναστάσεις.
Αρνούμαι μια κερδώα δημοκρατία που καλλιεργεί εξαρτημένα ανακλαστικά στους πολίτες (ν' αποδέχονται ως μονόδρομο, ως δεδομένο, ως αναπόφευκτο τον κάθε τύραννο «του οικονομικά ορθού»).
Θα ζήσω στην «κοινωνία των κοινωνιών» κρατώντας ως σημαία μου το δικαίωμα στην ανυπακοή.
Θα ζήσω ερήμην της κοσμικότητας των σαλονιών και υπέρ των απλών ανθρώπων. Την ελευθερία μου θα την κερδίζω μέσα στην κοινωνία και μαζί με τους συγ-κοινωνούς μου.
Δε θα ψάχνω σε μετα-καφκικά δίκτυα επικοινωνίας συμφερόντων για να συναντήσω τους πολιτικούς πραγματιστές, οι οποίοι ως μόνη αρχή έχουν το enter. Διεκδικώ το δικαίωμα στην ευτυχία με την ίδια ένταση και πάθος που αυτοί υποστηρίζουν τις αναπτυξιακές τους προτάσεις.
Δεν εμπιστεύομαι τους κάθε λογής πατεντάτους επιστήμονες όταν αναμειγνύουν αριθμούς χωρίς να «βλέπουν» πρόσωπα και κάνουν λογαριασμούς χωρίς υποψία για θυματοποιήσεις.
Παραμένω Έλληνας και ως Έλληνας θα εγγραφώ στους «πολίτες του κόσμου».
Δεν είμαι ιστορικά αναλώσιμος και δε δέχομαι να στιγματίζουν «τον τρόπο ζωής μου», την κοσμοάποψή μου.
Μοναχικός όταν οι άλλοι γίνονται πλήθος, με τους πολλούς για να βοηθήσω τον κάθε αποκλεισμένο, αυστηρός με τους δικαίους και επιεικής με τους αδικοπραγούντες, γλεντζές στη ζωή και λεβέντης στο θάνατο, ασυμφιλίωτος με τα «ελάχιστα» και ασυμβίβαστος με τα «ταπεινά», τρυφερός αντάρτης, πολυμήχανος στον έρωτα, μπεσαλής στον μπεσαλή, ορίζω τους ρυθμούς της ζωής μου κοιτώντας τους ανθρώπους στα μάτια (και όχι τους δείκτες της οικονομίας), ενεργοποιώ τα όπλα της ψυχής μου όταν η ιστορική μου συνείδηση το επιτάσσει (και όχι όταν υπογράφονται συμφωνίες και pacta), επικοινωνώ με τους λαούς και τους πολιτισμούς μιλώντας τη γλώσσα των ποιητών (και όχι τα «πακέτα» του Internet). Θα δω το μέλλον με το δικό του τρόπο και θ' αγωνιστώ για το μερτικό μου στην ευημερία με τη δικιά μου αίσθηση δικαίου.
Ούτε η κοσμικότητα των πάτων ούτε η παγκοσμιοποίηση των πάντων με αφορούν. Αυτά αναδίνουν μπόχα μπίζνες και όχι άρωμα ζωής.