Καθηγητής Γιάννης Πανούσης






Ενεργοποιήστε την Javascript για να συνεχίσετε!

Ένας Βρούτος για κάθε Καίσαρα



Άρθρο στo eklogika.gr Νέο παράθυρο

Είναι πλάσματα στην όψη φρικτά
από σίδηρο κι από χρυσάφι,
Carnivora, ήτοι που ζουν από τη σάρκα σου
Π. Βούζης, Τα λουλούδια

Αυτό ήθελε η διαπλοκή αυτό της δίνουν.

Για όλα φταίει ο Γιώργος Παπανδρέου.

Η «κηπουροσύνη» του αρχηγού πληρώνεται με την αχαριστία των επιγόνων, αφού κι αυτοί –σαν γνήσια «παιδιά» του– προσπαθούν να ξεπλύνουν την αιδώ τόσων υποκλίσεων με την έναρξη ενός νέου φαύλου κύκλου πατρο-παιδο-γαμπρο-κτονιών.

Οι χειρότεροι από αυτούς τους αξιωματούχους είναι κάποιοι (συνήθως διανοούμενοι) οι οποίοι, αφού στήνουν τη φρουρά και συντάσσουν τα φιρμάνια, με την πρώτη μεταστροφή του πολιτικού κλίματος ανεξαρτητοποιούνται (με υπαινικτικές δηλώσεις), εξαφανίζονται (από τα παλιά στέκια) και ψελλίζουν «συγνώμη – λάθος».

Μετά το φουκουγιαμικό τέλος των ιδεολογιών μήπως πλησιάζει το βίαιο τέλος των αρχηγών;

Δεν το πολυπιστεύω. Είμαστε ένας λαός που γοητεύεται μ’ αυτά που (θέλει να) βλέπει και μ’ αυτά που (του αφήνουν να) φαντάζεται. Δεν αποδεχόμαστε κάποιον επειδή είναι πιο σοφός και πιο έμπειρος. Του βγάζουμε το καπέλο επειδή αποδεικνύεται πιο μάγκας.

Έτσι εξηγείται γιατί αυτός ο συρφετός των φοβισμένων πολιτικών (οι περισσότεροι των οποίων έλαβαν τον τίτλο του «πολιτικού» λόγω παροχής υπηρεσιών προς τον Αρχηγό και όχι προς την πατρίδα ή την κοινωνία), τρέχει πέρα δώθε ως ΟΦΑ (Όπου Φυσάει –ο νεοαρχηγικός– Άνεμος), καταπίνει κάθε μπλ-όφα και  εύχεται η  στ-όφα του νέου πάτρονά τους να είναι τέτοια που θα προστατεύσει την ορφάνια τους (και κυρίως την επαπειλούμενη ανεργία τους). Διότι όλοι γνωρίζουν ότι αρχηγοί μπορεί να «σφάζονται» στα λόγια, αλλά φροντίζουν να οριοθετούν  τις  αντιθέσεις (ποιός άλλωστε πριονίζει το κλαδί στο οποίο κάθεται;)

Τα κόμματα γίνανε κάστρα και χρειάζονται  πύργους πανοπτισμού, αμπάρες και φρουρούςΤα κομματικά ματογυάλια θαμπώνουν την πραγματικότητα και τα πολιτικά τρικ σκοτώνουν την πολιτική ηθική. Είναι πολύ δύσκολο να δουλεύει κανείς, ταυτόχρονα, υπέρ του αρχηγού, υπέρ της παρεούλας, υπέρ του γενικού συμφέροντος και υπέρ της ενότητας, γι’ αυτό και συνήθως ο αρχηγός και η παρεούλα πορεύονται με ούριο άνεμο, η ενότητα προβάλλεται ως πρόσχημα από τους χαμένους της τράπουλας (ή τους ρομαντικούς) και το γενικό συμφέρον προσεγγίζεται ως άγνωστη λέξη ή απροσδιόριστο καθήκον.

Πρέπει οι δημόσιοι άνδρες να μάθουν ότι τους επιλέγουμε για να υπηρετούν με (αυτο)θυσία το κοινό καλό, την πρόοδο, το μέλλον των παιδιών μας κι όχι για να παίζουν με τα φλας των φωτογράφων, με τα πιρούνια των κοσμικών εκδηλώσεων, με τα κουτάλια των κρατικών εσόδων ή με τα μαχαίρια των παρεϊκών (αντ)εκδικήσεων.

Οι ρομαντικοί ήταν έτσι κι αλλιώς λίγοι. Στο δρόμο λιγόστεψαν ακόμη. Κι αυτό γιατί στην Ελλάδα όλοι δείχνουμε ότι θαυμάζουμε όσους τηρούν τον όρκο στην τιμή και την πίστη στη φιλία, αλλά κρυφά γοητευόμασε από τις αρετές του Βρούτου.

Το ρομαντικό ξίφος του Σιρανό ντε Μπερζεράκ και οι φαντασιακές μονομαχίες του Δον Κιχώτη δεν εμπνέουν πια όσο το δογικό στιλέτο που μπαμπέσικα καρφώνεται πισώπλατα.

Η επι-βίωση αποκτά πολιτική αξία για τους ίδιους που ολονυχτίς –δια των ΜΜΕ– ανακατώνουν δηλητηριώδη παρασκευάσματα.

Πλάι στην επίσημη εξουσία φυτρώνει και παρασιτεί πολιτική μηχανή με τα δικά της δίχτυα, τους προσωπικούς διαύλους δια-μεσολάβησης, συν-αλλαγής, με πλοκάμια που ξεκινούν από το χώρο των επιχειρηματιών και απολήγουν στο χορό των παράνομων επιδοτήσεων, χρηματοδοτήσεων, διευκολύνσεων, νομοθετήσεων.

Οι πολιτικοί μηχανισμοί «αλληλοεξυπηρέτησης» εύκολα διολισθαίνουν προς τις μπίζνες και ανεπαίσθητα εισέρχονται στην πραγματική αγορά του εγκλήματος, στην οποία η «παρχή υπηρεσιών» δεν  χαρακτηρίζεται ως «διαφθορά», αλλά ως «κίνδυνοι του λειτουργήματος», ως ανάγκη του Κόμματος. Η διαβίωση στα υψηλά κλιμάκια κοστίζει. Το βάρος αναλαμβάνει αυτός που ποντάρει σε τέτοιες διαδικασίες.

Και μετά έρχεται ο φόβος.

Η διαρκής, εσώψυχη, τυραννική αγωνία που φωλιάζει μέσα στον «εκτεθειμένο» (ότι όλα τ’ άπλυτα θα βγουν στη φόρα, ότι οι κηδεμόνες δεν είναι πια σε θέση να τον καλύψουν) παίρνει διαστάσεις πολιτικής κρίσης.

Το κόμμα που έγινε κράτος, η ομάδα που οικειοποιήθηκε το κόμμα, ο σπόνσορας που διηύθυνε την ομάδα έρχονται σε ρήξη με τα παράσιτα, τους λάθρα (επ/συμ/δια) βιώσαντες, που το ίδιο το σύστημα είχε θρέψει.

Η πολιτική δεν βγάζει πια ήχο. Μόνον οι ψίθυροι σπάνε τα τύμπανα των πλανημένων, των αδιάφορων, των γονατισμένων, όλων εκείνων που περιμένουν τις ουρές των ταμείων αρωγής και των «ταμείων» καλής διαγωγής.

Η εξουσία στην Ελλάδα ταπεινώνει τον άνθρωπο και η παρα-εξουσία τρομοκρατεί τον πολίτη μέχρι τη στιγμή που χάνεται ο έλεγχος και τότε παρουσιάζονται ως ικέτες των ψήφων, του οίκτου ή της επιείκειας.

Αποβίωση ή αναβίωση; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα των εκλογών της 6ηςΜαΐου.