Άρθρο στο aixmi.gr, 14/04/2011
Αν η τύχη σου χαμογελά, γιατί τρέχεις;
Αν δεν σου χαμογελά, γιατί τρέχεις;
Ντού’λ–Νουν Αλ–Μασρί
«Ο Θεός δεν παίζει ζάρια», αναφώνησε ο Αϊνστάιν, αλλά η ζωή μάλλον ακολουθεί τη ρήση του St. W. Hawking: «Όχι μόνο παίζει ζάρια, αλλά τα ρίχνει εκεί που εμείς δεν μπορούμε να τα δούμε».1
Οι επιστήμονες δεν θέλουν –ίσως– ακόμα να χωνέψουν ότι υπάρχει και ο χώρος του «αναποφάσιστου», δηλ. της διαχείρισης απροσδιόριστων ή και αντιφατικών καταστάσεων. Πιστεύουν ότι καθετί που δεν μπορεί να διατυπωθεί στη μαθηματική γλώσσα είναι σαν να μην υπάρχει,2 παραβλέποντας ότι πολλές προτάσεις δεν είναι δυνατό ν’ αποδειχθούν αληθείς ή ψευδείς.3
Κι, όμως, η λογική της ασάφειας είναι μέρος της επιστήμης. Όλα είναι ασαφή και συζητήσιμα.
Κανόνες διαδοχής δεν υπάρχουν. Ο μόνος κανόνας είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες.4Οι (πρώην) «παγκόσμιοι νόμοι» ισχύουν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις.5 Τίποτα δεν είναι σταθερό. Το παν εξελίσσεται πολυπλοκοποιούμενο.6
Η αδυναμία ανίχνευσης όλης της αλυσίδας αιτιακών δια–συνδέσεων, έστω κι αν κατά καιρούς βρίσκουμε μιαν άκρη, καταλήγει σε λογικά ανεξήγητα συμπεράσματα. 7
Το τυχαίο παρεμβαίνει διαφοροποιώντας το αρχικό σύστημα και αποκτά τις δικές του αιτίες . 8
Ελάσσονος σημασίας γεγονότα μπορούν να επιφέρουν πολύ αρνητικά αποτελέσματα σε μια κρίσιμη κατάσταση, στην οποία το κανονικό και το τυχαίο εναλλάσσονται.
Η «c» κατάσταση (από τους αγγλικούς όρους: critical, catastrophe theory, chaos, complexity),9 χαρακτηριστικό της κοινωνίας της διακινδύνευσης,10 ανατρέπει τον υποθετικό ρεαλισμό, αναγορεύει την αβεβαιότητα και την πιθανότητα ως τη μόνη σταθερά, εντέλει αναδεικνύει την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς προβλέψεις και προγνώσεις.11
Αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι, άνθρωποι του ρίσκου και μοιρολάτρες, ντετερμινιστές και αποκρυφιστές, επιστήμονες και χρηματιστές, σοφοί και απλοί άνθρωποι δεν μπορούν να συνηθίσουν στην ιδέα ότι η πραγματικότητα δεν χρειάζεται μαθηματικά για ν’ αποδείξει τον εαυτό της12και ότι το ανοικτό και ασταθές Σύμπαν αποτελεί το «σπίτι» στο οποίο πρέπει να μάθουμε να ζούμε (και να συγ–κατοικούμε με συνανθρώπους και άλλα πλάσματα της φύσης).
Η καταπιεστική τάξη και η χαοτική αναρχία13 μας τρομάζουν εξίσου. Κι, όμως, την ίδια ώρα ζητάμε από την επιστήμη και την τεχνολογία να πετύχουν το αδύνατο, το απίθανο, το ακατόρθωτο.14 Δεν μπορούμε ακόμη να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην αλαζονεία του Πρωτόπλαστου (ή και του Νέου Πλάστη),15 στη μυθοπλασία της επιστήμης «των πάντων» και στους αρχέγονους (ή και μεταμοντέρνους) φόβους. Η επαπειλούμενη πιθανότητα (αυτο)καταστροφής του Κόσμου και ημών των ιδίων (π.χ. μέσω πυρηνικού πολέμου) μετατρέπει την αυτοπαθή διακινδύνευση της πρωτοβουλίας και του «κατακτητή» σε ετεροπαθή ανασφάλεια και αβουλία του –εντέλει– «δεομένου» ανθρωπάκου.16
Από τη μια θέλουμε να κατασκευάσουμε μόνοι μας τη μοίρα της Ανθρωπότητας ή και του πλανήτη κι από την άλλη σκιαζόμαστε τόσο το ανθρώπινο σφάλμα όσο και την εκδίκηση της φύσης (η οποία μπορεί να πάρει τη μορφή της «καραμπόλας» όπου ουδείς γνωρίζει τι θα συμβεί όταν η στέκα χτυπήσει την πρώτη μπάλα).
Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι και μια τυχαία πρόβλεψη μπορεί να επαληθευθεί17 ή ότι η επιδίωξη του αδύνατου συνιστά μέρος της πραγματικότητας, τούτο δεν σημαίνει ότι απελευθερωθήκαμε από το Φόβο και το Χρόνο.18
Ως «απρόσκλητοι(;) παρατηρητές της συνείδησης» δίνουμε νόημα σ’ ένα Σύμπαν, του οποίου αποτελούμε όμως αναπόσπαστο μέρος και του οποίου δεν ορίζουμε την εξέλιξη.19
Ας αποφασίσουμε τι, τελικά, θέλουμε. Τάξη με περιορισμένες ελευθερίες επιλογών, αλλά και με πλήθος βεβαιοτήτων Ή Αταξία, με φόβους και ρίσκα, αλλά και με διευρυμένες ελευθερίες ν’ αλλάξουμε τον Κόσμο (κι εμάς;) 20
Κι ας συνειδητοποιήσουμε ότι και τα δύο μαζί δύσκολα γίνεται να ισορροπήσουν αφού κι εμείς δεν έχουμε πεισθεί για το ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος μας: να παίζουμε τη Ζωή στα ζάρια ή νάμαστε οι ίδιοι τα ζάρια της Ζωής;
1. Βλ. Γ. Πανούση, Χάος & Εγκληματολογία, Ποιν.Δικ. 4/2001, σ.407
2. Πρβλ. Μάρως Παπαθανασίου, Ο Πυθαγόρας και η Σχολή του, Ε–ΙΣΤΟΡΙΚΑ «Αρχαίοι Έλληνες μαθηματικοί», 14/2/2002, σ.8
3. Βλ. Μ. Γασπαράκη, Περισκοπώντας τον αινιγματικό κόσμο της Κβαντικής Φυσικής (ΙΙ), Συγχρ. Εκπαιδ., τ.122, 2002, σ.148
4. Βλ. Ivar Ekeland, Το Χάος, Dominos, εκδ. Π.Τραυλός, 1988, σ.16 επ.
5. Βλ. Άλβιν Τόφλερ, Το τρίτο κύμα, Κάκτος, 1982, σ.348
6. Πρβλ. Γ. Χατζηκωνσταντίνου, Στα δεσμά του μυθοποιημένου οικονομικού παραδείγματος, Ελλ. Γραμμ. 1998, σ.133
7. Πρβλ. Κόνραντ Λόρεντς, Η πίσω όψη του καθρέφτη, Θυμάρι, 1982, σ.64, 184, 368
8. Πρβλ. Π. Πιζάνια, Χρόνος των ανθρώπων –Θεωρήσεις για την Ιστορία, Αλεξάνδρεια 2002, σ.67
9. Βλ. M. Buchanan, Κρίσιμη κατάσταση, Π.Τραυλός, 2001, σ.33, 308
10. Βλ. U. Beck, Risk Society – Towards a New Modernity, SAGE, 1992
11. Βλ. Ζ. Μονό, Η τύχη και η αναγκαιότητα, Ράππα, 1971, σ.45
12. Βλ. Ζενική Σοφία, εισηγ./επιμ.: Γ. Καμπασάκαλη, Μπουκουμάνης, 1987, σ.67
13. Για τις σχέσεις «Μηδέν», «Τίποτα» και «Κάτι» βλ. Γ. Ζαρκαδάκη, Εν αρχή ήν το μηδέν, ΝΕΑ 24/11/01 –Για τη θεωρία του Χάους σε σχέση με την κοινωνία βλ. Μπ. Ντάβου, Επιστήμονες, πολιτικοί και ηθική, ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ 2-3/11/02
14. Βλ. Γ. Γιάνναρη, Καπιταλιστικός σοσιαλισμός και ελληνικές ιδιαιτερότητες, εκδ. Περί Τεχνών, Πάτρα, 2001, σ.99
15. Για την κλωνοποίηση των κινδύνων βλ. συνέντευξη Σπ. Σημίτη, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 30/1/03
16. Για τις θεωρίες του Χάους στη μετεωρολογία (El Ninio, Τσουνάμι κ.ά.) βλ. Αγγ. Ράδου – Π. Παναγιωτόπουλου, Chaos, PRESS, Δεκ. 2001, σ.176-177 –Για τη σχέση δημογραφικού προβλήματος και χαοτικών συμπεριφορών βλ. Δ. Μπαλούρδου, Δεύτερη δημογραφική μετάβαση ή χάος: η περίπτωση της Ελλάδας, ΕΚΚΕ, Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας, 2001, Αθήνα 2002, σ.216 –Για τις σχέσεις νόμων καταστροφής και χάους βλ. θεωρία Donald Turcotte σε Κωνσταντίνας Γιαννούτσου, Οι «νόμοι» της καταστροφής, Infotech 9/11/99
17. Βλ. John Ziman, Η αξιοπιστία της γνώσης, μτφ. Ν. Ταμπάκη, Κωσταράκης, 1992, σ.55
18. Βλ. Μάϊκλ Κράϊτον, Αιχμάλωτοι του Χρόνου, μτφ. Γ. Μπαρουξή, Bell 2000 –Για το βέλος του χρόνου βλ. απόψεις Ilya Prigogine, σε Γ. Πανούση, οπ. π., σ.405 (και την εκεί βιβλιογραφία)
19. Για την «ανθρωπική αρχή» βλ. Π. Λιγομενίδη, Η φλούδα του βερίκοκου, Ελλ. Γραμμ. 2002, σ.116-117
20. Βλ. Γ. Πανούση, οπ. π., σ.404