Καθηγητής Γιάννης Πανούσης






Ενεργοποιήστε την Javascript για να συνεχίσετε!

Δημοκρατικά προαπαιτούμενα



"Οι συμμορφωθέντες ουδέν έπαθον
Οι λοιποί -πλήθος μέγα-
απέκτησαν μονίμους ουλάς
εις το πρόσωπον
"
Τ. Μιχόπουλου, Πρόβλημα

Συμπληρώνουμε φέτος 32 χρόνια από τη μεταπολίτευση του 1974 και είναι, νομίζω, χρέος όλων (πολιτικού κόσμου, κοινωνικών φορέων, πολιτών) να αξιολογήσουν τη μέχρι σήμερα πορεία της Δημοκρατίας μας.

Θα επιχειρήσω να προσεγγίσω τρία από τα κρισιμότερα ζητήματα:

1. Οικογενειοκρατία

Είναι πλέον πασιφανές ότι η Ελλάδα ελέγχεται από ορισμένες πολιτικές και οικονομικές οικογένειες και κυβερνάται από τρεις οικογένειες. Η διαπίστωση αυτή ή θα οδηγήσει όλους τους φιλόδοξους/επίδοξους πολιτικούς ν' αλλάξουν τα επίθετά τους (οπότε όλος ο πολιτικός κόσμος θα 'χει «αδελφοποιηθεί») ή θ' αλλοιώσει από τη φύση του πράγματος την έννοια της δημοκρατίας (αφού οι δεσμοί και οι θεσμοί αίματος θα κατισχύουν των άλλων προσόντων ή κριτηρίων).

Οι ανήκοντες (οι οποίοι μπορούν να καταταγούν σε τρεις τουλάχιστον κατηγορίες: στους ανήκοντες σε πολιτική οικογένεια, ομάδα, παρεούλα, στους ανήκοντες σε κόμμα ή πολιτικό σχηματισμό και στους ανήκοντες στα προσωπικά «δίκτυα») έχουν βέβαια δικαίωμα -όπως κάθε Ελληνας- να διακριθούν στον πολιτικό στίβο, αλλά λόγω του βάρους του ονόματος ή του status πρέπει να προσπαθούν διπλά και όχι να εκκινούν είκοσι ή πενήντα μέτρα πριν από τους (ισότιμους;) άλλους.

Η δημοκρατία δεν τιμωρεί λόγω καταγωγής, αλλά και δεν ευνοεί κατάφωρα λόγω δια-συνδέσεων.

Τα παραπάνω ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και στον προεκλογικό αγώνα για τις νομαρχιακές/δημοτικές εκλογές του Οκτώβρη, όπου εκτός από τους υποψηφίους των δύο μεγάλων κομμάτων αισθάνεται κανείς ότι οι υπόλοιποι δεν έχουν λόγο ύπαρξης ή βάρος άποψης ή θέσεων. Αυτή η ολιγοκρατία δεν είναι ανεκτή στη δημοκρατία και όταν προωθείται από τους αυτοαποκαλούμενους δημοκρατικούς δημοσιογράφους μόνο κακό μήνυμα δίνει.

2. Αριστερά των καταγγελιών


Η Αριστερά (σε όλες τις εκδοχές της) συχνά - πυκνά καταγγέλλει το δικομματισμό. Αυτή η ρητορική από τη μία αναδεικνύει έμμεσα την αποτυχία των κομμάτων της Αριστεράς κι αφετέρου ακολουθεί ένα ξεπερασμένο διπολικό σχήμα.

Αν σήμερα ήθελε κάποιος να αναφερθεί σε δικομματισμό θα 'ταν πιο εύστοχο να θέσει από τη μία μεριά το δίδυμο Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ κι από την άλλη το ΚΚΕ. Ο ένας πόλος κινείται με βάση κυβερνητική (κι εν μέρει κρατική) λογική και ο άλλος εμφορείται από αντικρατική (αλλά με έντονο κρατισμό) οιονεί - υπερβατική μονοδρομική λογική.

Τα μεγάλα κόμματα θέλουν να γίνουν ακόμα μεγαλύτερα, καταβροχθίζοντας -μέσα από τις αυτοδυναμίες τους- όλους τους θεσμούς και παραμερίζοντας ή υπονομεύοντας κάθε «μη καπελωμένη» κοινωνική πρωτοβουλία. Το ίδιο ισχύει και με τον άλλο πόλο του ΚΚΕ.

Τα κόμματα διακυβέρνησης έχουν την απόλυτη εξουσία ως αυτοσκοπό και την αποτελεσματικότητα των αριθμών ως στρατηγική. Διαφέρουν ως προς τη χρησιμοποιούμενη ορολογία (για ιστορικούς, κυρίως, λόγους) και ως προς το κοινωνικό τους προσωπείο (για λόγους διαφορετικής πελατειακής/εκλογικής κατανάλωσης). Το ΚΚΕ από την άλλη θέλει την απόλυτη εξουσία στο χώρο της Αριστεράς, ώστε να δικαιωθεί η Ορθοδοξία του.

Σε κάθε περίπτωση, η Αριστερά της εύκολης (συχνά και «λαϊκίστικης») καταγγελίας erga omnes και τη συχνή αναφορά σ' ένα μελλοντικό παράδεισο (που ποτέ δεν ανακαλύπτεται) δεν είναι συμβατή με τις προσδοκίες των πολιτών.

Ο έλεγχος των αριστερών πολιτικών δεν μπορεί να γίνεται με αυτο-αναφορικότητα (δεν μπορεί να 'μαστε μαζί και το μάτι και το αντικείμενο). Πρέπει να γαλβανιστεί μέσα στο αμόνι των ανασυνθέσεων και στο εκστρατευτικό σώμα των ανοικτών οριζόντων και ανοικτών και ισότιμων συνεργασιών και όχι της κλειστής (περικυκλωμένης ή και αγκυλωμένης) εσωστρέφειας.

Η Αριστερά καλείται να συνδυάσει τη φαντασία των κινημάτων με ένα συγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο διακυβέρνησης. Η ηθική, η αισθητική και οι ευαισθησίες της Αριστεράς δεν κινδυνεύουν τόσο από την προγραμματική συμμετοχή της σε συνεργασίες διακυβέρνησης όσο από την αυτο-ακύρωση της πολιτικής της εάν περιοριστεί στο να καταγγέλλει την άδικη κοινωνία χωρίς να δέχεται να διαχειριστεί τα προβλήματα για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Η Αριστερά πρέπει να διαχειρίζεται, ν' αγωνίζεται και να οραματίζεται. Τότε είναι πλήρης.

Η εξουσία δεν είναι αυτοσκοπός. Το ίδιο όμως ισχύει και για τη μη εξουσία. Η κολοβή Αριστερά των κραυγών και των εσωτερικών εμφυλίων δεν εμπνέει κανέναν.

Χ ρειάζεται ανάληψη του ρίσκου της εφαρμογής των ιδεών. Οποιος ασκεί εξουσία δεν απεμπολεί υποχρεωτικά τις αρχές του. Τ' ανοικτά παράθυρα της ριζοσπαστικής Αριστεράς δέχονται και τα ρεύματα των υπόλοιπων ανοικτών παραθύρων. Αυτός είναι ο κανόνας της δημοκρατίας.

Στο κάτω κάτω τα κόμματα στις Δημοκρατίες δεν συνιστούν αυτοεξυπηρετούμενους θεσμούς, αλλά κρίνονται από την αποτελεσματική, για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, δράση τους.

Τα αριστερά κόμματα και γενικά οι αριστεροί που κλείνονται μέσα σ' ένα κάστρο με στόχο να καταλάβουν δι' εφόδου το κάστρο του αντιπάλου τελικά γίνονται ένα με τον ιδεολογικό τους εχθρό αφού -μ' εξαίρεση την ιστορική πορεία και τη ρητορική- ακολουθούν τις ίδιες μεθόδους πολέμου (ψευδοσυγκρούσεις ταξικού μίσους, προπαγάνδα, διπλοί πράκτορες κ.λπ.).

3. Δημοτικές εκλογές και εσωκομματική δημοκρατία


Η δημοκρατική μορφή του Πολιτεύματος (Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία) και η λαϊκή κυριαρχία (όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό) συναποτελούν τα θεμέλια του πολιτειακού βίου της χώρας μας, τον αδιαπραγμάτευτο όρο του πολιτικού και κοινωνικού συμβολαίου. Αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης δεν (πρέπει να) αφορά μόνο τις συνταγματικές λειτουργίες. Συνιστά και έναν κατευθυντήριο κανόνα για την οργάνωση και δραστηριότητα όλων σχεδόν των θεσμών και δομών.

Θα ήταν άλλωστε ιδεολογικοπολιτικά αντιφατικό και κοινωνικά συγκρουσιακό ένα σύστημα διαχείρισης των κοινών όπου στην κορυφή της ιεραρχίας θα υπάρχει δημοκρατία και σε όλες τις άλλες πλευρές και εκφάνσεις του δημόσιου βίου θα επικρατεί ένα ολιγαρχικό και αντιλαϊκό πνεύμα.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η δημοκρατική αρχή διαχέεται, εμπνέει και προσδιορίζει τη δράση όλων των επιμέρους δημοκρατικών αρχών. Οτι ο δημοκρατικός αρχηγός είναι primus inter pares και όχι αφέντης-δυνάστης που αλλάζει κατά το δοκούν τους κανόνες του (δημοκρατικού;) παιχνιδιού. Οτι το δημοκρατικό αρχηγείο δεν συγκροτεί Αυλή (έννοια ασύμβατη με διαφάνεια), αλλά σχεδιάζει κι εκτελεί τις αποφάσεις των (δημοκρατικά;) εκλεγμένων οργάνων.

Δεν αντιλαμβάνομαι π.χ. ποια έννοια έχουν οι διακηρύξεις περί Ανεξάρτητης Αυτοδιοίκησης όταν διαγράφονται οι «αντάρτες» ή συκοφαντούνται οι μη ανήκοντες. Ποια αξία έχουν οι εσωκομματικές λειτουργίες όταν ο Αρχηγός ορίζει (και αλλάζει) λοχαγούς και πιόνια.

Μακάριοι λοιπόν όσοι γνωρίζουν τους ανθρώπους-μοχλούς των κομμάτων στα θέματα τοπικής («αυτο»)διοίκησης, αυτούς που ανοίγουν πόρτες εξουσίας και κλείνουν τα στόματα των διαφωνούντων.

Μακάριοι όσοι διαθέτουν πολλούς συγγενείς, συνεταίρους, υπαλλήλους για να τους ψηφίσουν προκριματικά, να τους χειροκροτούν, να μπουν στα ψηφοδέλτια.

Μακάριοι όσοι συντρώγουν με τους πάσης (δια)λογής... άρχες των περιοχών όπου θέλουν να εκλεγούν, αυτούς που μετατρέπουν το ιδιωτικό ή πολιτικό τους συμφέρον σε «κομματική πειθαρχία» ή και ηθικό καθήκον.

Μακάριοι όσοι είδαν τον «Καποδίστρια» όχι ως υπέρβαση εσωτερικών συνόρων και σύνθεση αναπτυξιακών προγραμματισμών, αλλά ως διεύρυνση των πελατειακών δυνατοτήτων, ως ευκαιρία εισόδου στα διαπλεκόμενα (μέσω της εκποίησης του τοπικού πολιτιστικού και φυσικού πλούτου).

Ολοι οι παραπάνω «μακάριοι» ίσως δεν κερδίσουν ποτέ τη βασιλεία των ουρανών, αλλά σίγουρα έχουν αυξημένες πιθανότητες να αλώσουν την αυτοκρατορία των τοπικών θησαυροφυλακίων.

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μια γιορτή της δημοκρατίας όπου τον κρίσιμο συμπρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι συν-δημότες, συν-πολίτες και συν-άνθρωποι και όχι οι κομματικοί μηχανισμοί.

Δεν αγνοούμε τον πολιτικό χαρακτήρα ούτε το πολιτικό μήνυμα των δημοτικών/νομαρχιακών εκλογών. Θέλουμε όμως να πιστεύουμε ότι το πολιτικό στοιχείο αναδεικνύεται λόγω του ότι αφορούν πρωτίστως την πόλη, τον πολίτη και τον πολιτισμό και όχι τους πολιτικούς (μηχανισμούς ή αξιωματούχους).

Εγραφα πριν από έναν ακριβώς χρόνο (24/7/05) στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» («Η δημοκρατία ως ζεστή αγκαλιά»):

«Η δημοκρατία -κάθε δημοκρατικό πολίτευμα- υπόσχεται, μεγαλόστομα ή χαμηλόφωνα, λιγότερη ανισότητα στην κατανομή των αγαθών, μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στις δραστηριότητες της κοινωνίας στην οποία ζουν, καλύτερους όρους διαβίωσης, ισονομία, ισοπολιτεία, ισηγορία, ισογονία. Αυτή όμως η αρχή της ίσης ηθικής αξίας, της ίσης ελευθερίας, της ισο-ελευθερίας (egaliberte) συνεπάγεται απόρριψη κάθε είδους αρνητικών διακρίσεων.

Δίχως ισότητα στην απόλαυση των πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά και στην απόλαυση των δημόσιων αγαθών στα οποία η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ιδιότητα του πολίτη επιβάλλουν την ελεύθερη πρόσβαση, δεν νοείται σύγχρονη δημοκρατία, δηλαδή πολίτευμα όπου οι πολλοί έχουν τον κυρίαρχο ρόλο».

Σήμερα για ν' απολαύσουμε όλοι και ισότιμα τα δικαιώματά μας πρεπει να συμφωνήσουμε ότι η Δημοκρατία έχει προαπαιτούμενα (τη μη οικογενειοκρατία, την Κυβερνητική Αριστερά, την ανεξαρτησία των θεσμών κ.ά.) τα οποία όσο δεν ελέγχονται τόσο τη διαβρώνουν.

Οι πολιτικοί μας μιλάνε πολύ για τη δημοκρατία. Τόσο, που φοβάμαι ότι έχουν απολέσει κάθε αίσθηση και βίωση δημοκρατίας. Θεωρούν ότι η ψήφιση δημοκρατικοδίαιτων θεσμών και η διακήρυξη δημοκρατικοφανών αρχών αρκούν.

Για ν' αλλάξουμε λοιπόν οριστικά εποχή και όχι για να μακιγιάρουμε τους φρουρούς σε φλογερούς επαναστάτες, πρέπει να εμπιστευθούμε τους νέους σχηματισμούς (Κόμματα - ορίζοντες και όχι κάστρα) στα ατίθασα και στα άτακτα παιδιά της πολιτικής και όχι στους -ακόμα και σήμερα- «ευπειθώς αναφέροντες» γόνους πολιτικών οικογενειών, απόγονους κομματικών ιεραρχιών και επίγονους διαβρωμένων θεσμών.