Άρθρο στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 03/08/2009
Ο έρωτας δεν μένει πια εδώ
πουθενά δεν μένει.
Γ. Σκούρτης, Ο έρωτας
Το ελληνικό καλοκαίρι έχει τη δική του αύρα. Δεν αναφέρομαι στα ηλιοβασιλέματα, στα ξενύχτια, στην ανεμελιά. Στο πιοτό και στο τραγούδι. Μιλάω για την αύρα του έρωτα. Των κρυφών πόθων κάποιων πλατωνικών εραστών, των φανερών πόθων κάποιων λάγνων ματιών. Των διαψευσμένων πόθων κάποιων ολοκληρωμένων σχέσεων. Αυτή η αύρα γεμίζει και αδειάζει την ψυχή ντόπιων και ξένων, πλούσιων και φτωχών, όμορφων και λιγότερο όμορφων. Μ' αυτή την αύρα ζει (και «καίγεται») η θερινή ώρα Ελλάδας. Μόνο που οι διακοπές τελειώνουν γρήγορα. Και αν μαζί τους λήξει και το όνειρο, πάει καλά. Αν όμως τείνει να γίνει πιο σταθερή, πιο μόνιμη, αν παίρνει τη μορφή της αγάπης τότε τα πράγματα περιπλέκονται. Εχουμε άραγε σκεφτεί ποιας μορφής αγάπη μπορούμε ν' αντέξουμε;
Εξηγούμαι:
ΣΥΝΗΘΩΣ, ως κλασικοί μεσογειακοί εραστές (άντρες-γυναίκες), επιλέγουμε την κατοχική αγάπη. Την απόλυτη σχέση, την πλήρη ταύτιση, την αλληλοϋποταγή, το «εις σάρκα μίαν». Η κατοχική αγάπη αρχίζει με όρκους πίστης, αλλά συχνά τελειώνει με αναθέματα, καθώς το ένα μέρος καταλαμβάνει όλο τον ζωτικό χώρο του άλλου, μην αφήνοντάς του ελευθερίες επιλογών. Πολλά ζευγάρια, για να (δια)σώσουν τη σχέση τους, επιχειρούν να μεταποιήσουν την κατοχική αγάπη σε παροχική (πάρε ό,τι θέλεις, κάνε ό,τι θέλεις, αλλά μείνε) ή και σε ενοχική (εσύ φταις για όλα, αν φύγεις θα πεθάνω). Και οι δύο αυτές ψυχικές διέξοδοι ή και τεχνικές διαχείρισης είναι ατελέσφορες. Τι μένει συνεπώς για όσους δεν επιθυμούν μια εποχική αγάπη και θέλουν να ζήσουν την αιώνια έλξη, τον ασίγαστο πόθο, τη θεία συνύπαρξη χωρίς να (κατα)πιέζουν τον άλλο ή να (κατα)πιέζονται από τη σχέση; Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές προτάσεις. Ισως μόνο μία. Ή και καμία.
ΑΥΤΟ το λέω γιατί ο έρωτας και η αγάπη εμπεριέχουν έτσι κι αλλιώς ένα έντονο στοιχείο αποκλειστικότητας, άρα και κτητικότητας. Αυτές οι νερόβραστες σχέσεις (εμείς έχουμε διαφορετικά επώνυμα, ζούμε με διαφορετικούς ρυθμούς, κάνουμε διακοπές με διαφορετικές παρέες), αν δεν είναι μεταμφιεσμένες πολυγαμίες σίγουρα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της αγάπης. Παράλληλες βιώσεις μοναξιάς και πολιτισμένης αδιαφορίας μου θυμίζουν.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ αγάπη είναι πάντοτε συγχρονική, συγχρωτική και συντροφική, και ξέρει από μόνη της να (αυτο)περιορίζεται.
ΔΕΝ μας χρειάζονται, συνεπώς, (προ)γαμιαία συμβόλαια ή ρήτρες συμβίωσης ή διακηρύξεις περί δικαιωμάτων και ελευθεριών.
ΛΙΓΟ περισσότερη «συγ-κίνηση» μας χρειάζεται. Πού όμως τη βρίσκει κανείς σήμερα;