Άρθρο στην μηνιαία επιθεώρηση του βιβλίου "ΔΙΑΒΑΖΩ", Ιανουάριος 2009
Ένα μυθιστόρημα δεν ολοκληρώνεται με τη λέξη «τέλος» ή με μια λευκή τελευταία σελίδα που δεν έχει γράμματα, αλλά στην πραγματικότητα κατά-γράφει, με αόρατο στον μη μυημένο τρόπο, το τι άφησαν πίσω τους οι 200 σελίδες του βιβλίου.
Η αξία ενός κειμένου μετριέται με το βλέμμα που «αιωρίζεται στο κενό» καθώς αφήνεις το βιβλίο πάνω στο τραπέζι κι ανάβεις τσιγάρο ή πίνεις μια γουλιά απ' το ποτήρι ή κοιτάς τρυφερά το σύντροφο σου που κοιμάται δίπλα σου.
Κι όπως ο ύπνος δεν σε παίρνει αμέσως, οι σκέψεις αρχίζουν να τρυπούν τα χαρτιά στο γραφείο, τα σεντόνια του κρεβατιού, τη διλημματική σου συνείδηση και ηθική.
Ένα βιβλίο είναι, άραγε, σαν τα λαχεία που σου αλλάζουν τη ζωή; Την άλλη μέρα το πρωί θα ξυπνήσεις αλλιώτικος κι αλλιώτικα; Κι αν ο ήρωας του μυθιστορήματος δεν έπραξε σωστά... εσύ θα μπορέσεις να πράξεις; Κι αν έπραξε το δέον, η δικιά σου η μοίρα θα σου αφήσει τα περιθώρια; Και εάν ήρωας δεν υπάρχει -αφού όλοι οι πρωταγωνιστές ήτανε θύματα του εαυτού τους και των περιστάσεων- τότε, αν πάρεις εσύ τη θέση του «όποιου κοινού ήρωα», θα αντέξεις, άραγε, να βιώσεις τη μοναξιά του... να μην είσαι διαφορετικός της μοναχικής του περιπέτειας, να μοιάζεις με ήρωες κι όχι με ανθρώπους της καθημερινότητας;
Ξημερώνει.
Ασε, λες, θα το ξαναδιαβάσω για να ξανασκεφτώ.
Κι ας ξέρεις ότι δεν θα το κάνεις