Μπορεί η κρίση να διεύρυνε τη «μαύρη τρύπα» του φασισμού, αλλά δεν την άνοιξε. «Πρέπει να ανατρέξουμε στο 1974 και εντεύθεν», επισημαίνει ο Γιάννης Πανούσης στην «Κ.Ε» αναφερόμενος στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Ο βουλευτής της ΔΗΜΑΡ και καθηγητής Εγκληματολογίας δηλώνει ανήσυχος για την επόμενη μέρα την «ώρα των δικαστών», αμφισβητεί την «αφύπνιση του πολιτικού συστήματος» και θεωρεί επιβεβλημένη την αποχώρηση από την πολιτική σκηνή «όλης της γενιάς της Μεταπολίτευσης». Εξηγεί ότι πολλά πρέπει να γίνουν για να ξεριζωθεί η «κοινωνική αποδοχή» της Χ.Α. Και καλεί την Αριστερά να θυσιάσει ιδεολογήματα του χθες και εκλογικές τακτικές για να μην ξαναζήσει τον εφιάλτη μιας κυβερνώσας Ακροδεξιάς.
Κύριε Πανούση, προς ποια κατεύθυνση θα μπορούσε να ενισχυθεί το θεσμικό οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση της Χ.Α;
Το ποινικό θεσμικό οπλοστάσιο είναι αναγκαίο να εκσυγχρονισθεί αλλά όχι στη λογική της συγκυριακής αντιμετώπισης ενός ρατσιστικού/ναζιστικού μορφώματος, ούτε στον (έμμεσο) περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών λόγω «φασιστικής απειλής».
Αν αποδειχθεί ότι τα (υπολογιζόμενα 3000) μέλη των ταγμάτων εφόδου είχαν συγκροτηθεί στη βάση της οργανωμένης συμμορίας (άρθρο 187 Π.Κ) προφανώς και πρέπει να διωχθούν ποινικά.
Το ίδιο ισχύει και για όσους αστυνομικούς ή άλλους δημόσιους λειτουργούς είχαν δώσει στήριγμα ή κάλυψη στις εγκληματικές ενέργειες.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης , η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι διάφορες ΜΚΟ (;) κατά της βίας κάνουν συστάσεις στην ελληνική κυβέρνηση σχετικές με τα εγκλήματα μίσους (νίπτοντας τας χείρας τους για τη δική τους ευθύνη).
Ο νόμος, οι θεσμοί έχουν ένα πραγματικό αποτέλεσμα και μια συμβολική λειτουργία. Το ερώτημα δεν είναι μόνον αν πρέπει να λειτουργήσουν και μάλιστα ταχύτατα, αλλά και το αν η ελληνική κοινωνία έχει εμπιστοσύνη σ’ αυτούς ή μήπως μόλις τελειώσει η «ώρα των δικαστών» και η ομοψυχία (;) των πολιτικών θ’ αρχίσουμε πάλι να ροκανίζουμε τα θεμέλια της Δημοκρατίας.
Εκτός από τις πολιτικές καταδίκες, ποιες θα μπορούσαν να είναι οι ουσιαστικές παρεμβάσεις των κομμάτων;
Το πολιτικό σύστημα αφυπνίστηκε, έπαθε δημοκρατικό σοκ και αποφάσισε να αντιμετωπίσει με όλα τα θεσμικά του μέσα τη Χρυσή Αυγή;
Κι όλα αυτά χωρίς συναίνεση και με οξείες εκφράσεις του ενός κόμματος εναντίον των άλλων;
Η μηδενική ανοχή απέναντι όχι μόνο στη Χρυσή Αυγή αλλά και στον «χρυσαυγιτισμό», ως κουλτούρα και πρακτική βίαιης επίλυσης των διαφορών και διαφωνιών, δεν επιτυγχάνεται με δηλώσεις, διακηρύξεις, με δημοκρατικές συσπειρώσεις (του τύπου «όλοι μαζί» για μια μέρα και μετά χώρια).
Η Χρυσή Αυγή βρήκε την κοινωνία αβοήθητη, αμήχανη και διχασμένη και μπήκε μέσα στα σπίτια, στα σχολεία, στους δήμους, στα γήπεδα.
Βρήκε τον εξτρεμισμό όλων και του καθενός και τον έκανε φασιστικό όπλο.
Η ευθύνη τω κομμάτων δεν είναι μόνο να διώξουν τα φαντάσματα του φασισμού αλλά να αποκαταστήσουν τη δημοκρατική τάξη και την κοινωνική συνοχή.
Κι αυτό μπορεί να γίνει με ένα μόνο τρόπο. Με την αποχώρηση από την πολιτική σκηνή όλης της γενιάς της Μεταπολίτευσης. Ο κύκλος τους/μας έκλεισε.
Το γεγονός ότι η Χ.Α. εκμεταλλεύεται «κενά» του κοινωνικού κράτους, δεν λειτουργεί ως άλλοθι για όσους την ψηφίζουν;
Η μικρή και ασήμαντη Χρυσή Αυγή αναπτύχθηκε (και ρίζωσε;) στο πολιτικό σύστημα και στην ελληνική κοινωνία για έξι τουλάχιστον λόγους:
Πρόκειται για κόμμα, που παραμένει τρίτο σε δύναμη, αλλά και που έχει διεισδύσει σε σχολειά και γειτονιές. Πιστεύετε ότι θα απασχολεί για πολλά χρόνια ακόμα την ελληνική κοινωνία;
Ο ελληνικός παραλογισμός συνεχίζεται.
Έτσι όμως δεν ξεριζώνεται η «κοινωνική αποδοχή» της Χρυσής Αυγής.
Ποια η ευθύνη των αριστερών κομμάτων σε αυτή τη συγκυρία;
Αν έκανε ένα «καλό» η Χρυσή Αυγή είναι ότι επιτάχυνε την ανάδειξη των παθογενειών του πολιτικού συστήματος και τις αδυναμίες της Αριστεράς να αντιμετωπίσει ενιαία και ενωμένα τις κρίσεις.
Αν η Αριστερά θεωρεί ότι η Χρυσή Αυγή είναι κίνδυνος για την αστική/φιλελεύθερη Δημοκρατία (στην οποία ομνύει) τότε πρέπει να θυσιάσει ιδεολογήματα του χθες και εκλογικές τακτικές και να ομονοήσει. Αν συνεχίσει το παλαιό γνωστό τροπάριο του ποιος είναι περισσότερο αριστερός και περισσότερο πιστός στον Μαρξ ή τον Λένιν, τότε είναι άξια της μοίρας της, που δεν είναι άλλη από το να ξαναζήσει τον εφιάλτη μιας Κυβερνώσας Ακρο-Δεξιάς.