Εκτός από τις φωτιές που ανάβουν οι άνθρωποι για να φωτίσουν, να ζεσταθούν ή να κάψουν, υπάρχει και το θείον πυρ που εμπνέει και κινητοποιεί.
Εχουμε όλοι λίγο-πολύ συμφωνήσει πως ο θάνατος ενός παιδιού είναι πάντοτε «ένας φόνος» (αφού κάποιος κάτι παρέλειψε, κάτι ξέχασε, κάτι άφησε γι' αργότερα). Η εκτέλεση ενός παιδιού με μια αστυνομική σφαίρα συνιστά ένα διπλό θάνατο (όχι μόνο του άτυχου παιδιού αλλά και της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και τους φορείς που έχουν αναλάβει την προστασία μας). Η δολοφονία των ονείρων, προσδοκιών, ελπίδων μιας ολόκληρης γενιάς, το «σκοτωμένο» μέλλον των παιδιών μας, εισπράττεται- και ορθώς- ως τριπλός θάνατος.
Και να θυμάσαι πάντοτε ότι στις ύβρεις των αντιπάλων μας δεν απαντάμε την Υβριν της αλαζονικής εξουσίας μας.
Τα πρόσφατα τραγικά και θλιβερά γεγονότα και φαινόμενα ανέδειξαν χρόνιες παθογένειες της ελληνικής Πολιτείας και κοινωνίας, που εκφράζονται με γενικούς αφορισμούς (π.χ. για όλα φταίνε οι άλλοι, όλοι οι θεσμοί είναι διαβρωμένοι, η γενιά του Πολυτεχνείου «πουλήθηκε» κ.ο.κ.). Ανέδειξαν όμως και τις (εγγενείς;) ανεπάρκειες, αδυναμίες, αστοχίες της ηλεκτρονικής και έντυπης δημοσιογραφίας.
Επειδή η βία θα συνεχίσει να μολύνει τη ζωή μας και να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειά μας, μόλις βγούμε από τα τραγικά γεγονότα που βιώνουμε όλοι ως εθνικό πένθος, καλά θα ήταν να θέσουμε εκ νέου τα όρια της δημοκρατικής λειτουργίας και ευθύνης (όλων προς όλους).
Για να υπάρξει εκτόνωση της εκρηκτικής κατάστασης, «πρώτα χρειάζεται σύνεση και ένα βήμα πίσω απ' όλους τους εμπλεκόμενους. Μετά, χρειάζεται μια πολιτική λύση-υπέρβαση. Ως προς τα κοινωνικά ζητήματα (ισότητα ευκαιριών, παιδεία, δικαιώματα κτλ.), επιβάλλεται σοβαρός, ειλικρινής διάλογος όλων των πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων».
Από την εξέγερση συνειδήσεων ή την εξέγερση με αίτημα κοινωνικές αλλαγές μέχρι τον τυφλό κοινωνικό χουλιγκανισμό και το κοινωνικό σαμποτάζ οι αποστάσεις στην Ελλάδα δυστυχώς είναι κοντινές.
Το μόνιμο σχέδιο είναι να πείσουμε τους νέους ότι ο διάλογος θα είναι συνεχής και όχι συγκυριακός. Ότι δεν θα τους κλείσουμε την πόρτα μόλις σβήσουν οι φωτιές και οι μνήμες. Είμαστε άραγε έτοιμοι για κάτι τέτοιο;
Πού πήγε η Ελλάδα, χώρα του φωτός, των πεφωτισμένων και των ανοικτών οριζόντων;
Οταν το Κράτος μη Δικαίου αποχωρεί ή αμύνεται (φαντάζομαι και κατά του κακού εαυτού του) ποιος άραγε αναλαμβάνει να καλύψει το κενό;
Σ'αυτή την όμορφη χώρα συμβαίνουν άσχημα πράγματα. Το χειρότερο όμως είναι ότι έχουμε αρχίσει να συνηθίζουμε την ασχήμια, να την επενδύουμε με ιδεολογήματα («αντίσταση», μοιρολατρική αντιμετώπιση, δικομματικά αδιέξοδα). Ολα αυτά μπορεί να ισχύουν. Σε τι όμως διαφοροποιούν το πλαίσιο της ηθικής ευθύνης των πάσης φύσεως ταγών; Πώς δικαιολογούν την άρνηση εκτέλεσης καθήκοντος;
Οι σχέσεις των πολιτικών με τις εκκλησίες, τα μοναστήρια, τις ενορίες, τους παπάδες ήταν πάντοτε αμφίσημες και αμφίθυμες. Ακόμα και οι λιγότερο πιστοί κρατούσαν (και κρατούν) «πισινή» για να σώσουν την ψυχή τους ή και να διασώσουν κάποιες χαμένες ψήφους.